- παραψελλίζω
- ΜΑψελλίζω κάπως την αλήθεια, γνωρίζω επιπόλαια κάτι και λέω μέρος μόνο τής αλήθειας του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραψελλίζοντες — παραψελλίζω stammer out somewhat of the truth pres part act masc nom/voc pl παραψελλίζω stammer out somewhat of the truth pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)